καλλιγραφώ

καλλιγραφώ
καλλιγραφώ και καλλιγράφω καλλιγράφησα, καλλιγραφημένος, γράφω κάτι με ωραία και αρμονική γραφή: Καλλιγράφησα μόνο την επικεφαλίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλλιγραφώ — καλλιγραφώ, καλλιγράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλλιγραφώ — (AM καλλιγραφῶ, έω) [καλλιγράφος] έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος αρχ. 1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους 2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφῶ — καλλιγραφέω write beautifully pres subj act 1st sg (attic epic doric) καλλιγραφέω write beautifully pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • письць — ПИСЬЦ|Ь (82), А с. 1.Писец, переписчик; переводчик: ˫ако же радѹѥтьсѧ ‹ж›енихъ о невѣстѣ тако радѹѥтьсѧ писець видѧ посл‹ѣ›дьнии листъ. ЕвДобр 1164, 270 об. (зап.); ѥдиномѹ ѿ письць бесѣды тоѥ повѣдавъ. (τῶν γραφέων) ЖФСт к. XII, 164; Поне же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καλλιγράφημα — καλλιγράφημα, τὸ (Μ) [καλλιγραφώ] το ωραίο γράψιμο …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”